Η ανάρρωση μετά από ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ) ταλαιπωρεί πολύ, σωματικά και ψυχικά τον ασθενή, καθώς μέσα σε μία στιγμή, από εκεί που ήταν πλήρως λειτουργικός, χάνει τον έλεγχο του σώματος του είτε λίγο είτε περισσότερο. Είναι μια μακροχρόνια διαδικασία η οποία θέλει ψυχικό σθένος για να την αντιμετωπίσεις και ταυτόχρονα ένα άρτιο και επιστημονικά τεκμηριωμένο πλάνο αντιμετώπισης.
Στο αρχικό στάδιο μετά το ΑΕΕ ο εγκέφαλος είναι σε μια κατάσταση σοκ, αλλά χάρη στις διαδικασίες επανόρθωσης, όπως είναι η ελάττωση του εγκεφαλικού οιδήματος, η απορρόφηση των ιστών που έχουν υποστεί βλάβη και η βελτίωση της τοπικής αιματικής ροής, ο ασθενής αρχίζει να βελτιώνεται και υπάρχουν ενδείξεις για την ανάκτηση της μυϊκής δραστηριότητας, αν και είναι σχετικά ανεξέλεγκτη. Αυτό συνδέεται με την σταδιακή επαναφορά της λειτουργίας του άθικτου νευρικού ιστού.
Η μεγάλη πλειονότητα των ασθενών με ΑΕΕ, που επιζούν μετά τον 1ο μήνα, θα βελτιωθούν και πολλοί θα επιστρέψουν σχετικά κοντά στα προ της βλάβης επίπεδα λειτουργικότητας. Περίπου το 50% με 60% των ασθενών γίνονται λειτουργικά ανεξάρτητοι.
Το πρόγραμμα που θα ακολουθήσουν οι ασθενείς μετά το ΑΕΕ, που αφορά τη χρήση των προσβεβλημένων μελών τους και τις εμπειρίες που αποκτηθούν από αυτήν, επηρεάζει την αναδιοργάνωση του εγκεφάλου.
Τα τελευταία χρόνια μετά από πολυετείς μελέτες καθίσταται όλο και πιο φανερό ότι τα κύρια λειτουργικά ελλείματα του ασθενή οφείλονται κυρίως στην ελλειματική ενεύρωση των βλαφθέντων νευρώνων του κινητικού φλοιού του εγκεφάλου και των νευρώνων του νωτιαίου μυελού και ως αποτέλεσμα αυτού στην ελλειπή μυϊκή δραστηριότητα και αδυναμία, παρά στην υπεραντανακλασιμότητα (σπαστικότητα) που μπορεί να αναδυθεί μετά την βλάβη.
Άρα, ο στόχος σε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης είναι η σταδιακή ενεργοποίηση κατά το δυνατό αυτών των νευρώνων, μέσω ενός ‘’κατακλυσμού’’ ερεθισμάτων προς αυτούς.